θαύμα — θαύμα, το και θάμα, το, ατος 1. ένα υπερφυσικό γεγονός που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική και τα επιστημονικά δεδομένα: Ο Χριστός έκανε πολλά θαύματα. 2. εξαιρετικό ανθρώπινο έργο: Τα επτά θαύματα του κόσμου. 3. πράγμα απίθανο: Θα είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαῦμα — wonder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
Θαῦμα — Θαύμας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσας — θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem acc pl (doric) θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem gen sg (doric) θαυμάσᾱς , θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαῦμ' — θαῦμα , θαῦμα wonder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμᾶς — θαυμᾶ̱ς , θαυμάζω wonder fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσαι — θαυμά̱σᾱͅ , θαυμάζω wonder fut part act fem dat sg (doric) θαυμάζω wonder aor inf act θαυμάσαῑ , θαυμάζω wonder aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσαις — θαυμά̱σαις , θαυμάζω wonder fut part act fem dat pl (doric) θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) θαυμάζω wonder aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θαῦμ' — Θαῦμα , Θαύμας masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θαύμας — Θαύμᾱς , Θαύμας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)