θαύμα

θαύμα
το в разн. знач чудо, диво;

θαύμα υπομονής — удивительное терпение;

θαύματα ηρωϊσμού чудеса героизма;
τα επτά θαύματα τού κόσμου семь чудес света;

θαύμα θαυμάτων — чудо из чудес;

είμαι θαύμα — быть чудесным;

είναι θαύμα πώς... — чудо как...;

πώς έγινε το θαύμα να μας θυμηθείς; — каким чудом ты нас вспомнил?;

ως εκ θαύματος чудом;
σωθήκαμε ως εκ θαύματος мы чудом спаслись;

§ θαύμα ιδέσθαι — любо-дорого посмотреть;

έχω λεφτά θαύμα — иметь кучу денег;

κάνω θαύματα совершать, творить чудеса (тж. о лекарствах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θαύμα" в других словарях:

  • θαύμα — θαύμα, το και θάμα, το, ατος 1. ένα υπερφυσικό γεγονός που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική και τα επιστημονικά δεδομένα: Ο Χριστός έκανε πολλά θαύματα. 2. εξαιρετικό ανθρώπινο έργο: Τα επτά θαύματα του κόσμου. 3. πράγμα απίθανο: Θα είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαῦμα — wonder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • Θαῦμα — Θαύμας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσας — θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem acc pl (doric) θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem gen sg (doric) θαυμάσᾱς , θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαῦμ' — θαῦμα , θαῦμα wonder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμᾶς — θαυμᾶ̱ς , θαυμάζω wonder fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσαι — θαυμά̱σᾱͅ , θαυμάζω wonder fut part act fem dat sg (doric) θαυμάζω wonder aor inf act θαυμάσαῑ , θαυμάζω wonder aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσαις — θαυμά̱σαις , θαυμάζω wonder fut part act fem dat pl (doric) θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) θαυμάζω wonder aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαῦμ' — Θαῦμα , Θαύμας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαύμας — Θαύμᾱς , Θαύμας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»